The following post consists of two short stories by the controversial inter-war writer Yiorgis Zarkos (1902-1967), which have never been re-published before. These two short stories were published by Zarkos in a small volume in 1928 which carries the title “Death Isn’t A Special Thing.” However, the second story in this small volume, titled “The Artist” has not been previously documented or mentioned in bibliographies and listings of Zarkos’s work.
I have rendered the orthography of the original text from this volume, as well as the polytonic Greek. Please get in touch for a PDF scan of the volume. The original volume is in my own personal collection.
—Michael Alexandratos,
October 24, 2021,
Sydney, Australia.
ΓΕΟΡΓΙΟΥ ΖΑΡΚΟΥ
Ἀθίνα 1928
ΤΙΜΑΤΕ ΔΡ. 10
ΤΥΠΟΙΣ Λ. Θ. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 13. — ΑΘΗΝΑΙ
Δὲν ἴνε κὲ σπουδέο πράμα ὁ θάνατος
Μὲ ρότισαν ἆν ξέρο γράματα κὲ γὸ δὲ ξέρο γιατὶ σὰν νὰ προσβλίθικα ἢ γιατὶ ἔτσι μούρθε τοὺς ἴπα ὄχι. Μετὰ μούπαν νὰ γδιθὸ κὲ μὲ κίταξαν γίρο σοὕλο τὸ σόμα, μοὺ μέτρισαν τὸ φάρδος τοῦ στίθους κὲ τὸ ἴψος μου. Ἴστερα ντίθικα κὲ μὲ μία μιχανὶ μοὺ φάνικε πὸς τῆς μισὲς τρίχες ξερίζονε.
Τὶν ἄλι μέρα μέβαλαν ἀγκαρία νὰ πλίνο τὰ ἀποχοριτίρια, καὶ σὲ διὸ μίνες μέστιλαν στὰ σίνορα.
Πέρναγα καλὰ γιατὶ δὲ μένιαζε γιὰ τίποτα : ἴχα πάθι ἔνα ἴδος ἀνεστισάς. Ἔκανα τὶς πιὸ λίγες ἀγκαρίες γιατὶ ὅπου μούλεγαν πίγενα : ἡ ἰπαξιοματικὶ θέλαν νὰ διατάζουν ἀνθρόπους ποὺ κουντραστάρουν γιὰ νὰ μαλόνουν μαζί τους κὲ νὰ δίχνουν μαυτὸ ἰκανότιτα. Σὰν ἀγράματος ἐγὸ δὲν ἔμπλεξα ποτὲ μὲ τὰ γραφία τους. Ἀγγελιοφόρος μόνον ἔκαμα ἐνοὺ λοχαγοὺ κὲ τότε ἔμαθα τοὺς βαθμοὺς κουταμάρας κάμποσον ἀξιοματικὸν.
Τότε βρισκόμαστε σὲ ἀνακοχὶ κὲ σιζιτιόταν πὸς θὰ ξεσπάγαμε σὲ κενούργιο πόλεμο, μὰ τὰ φτιάξανε.
***
Μιὰ βραδιὰ ποῦ φίλαγα σκοπὸς στὸ ἴπεθρο, δὲν ξέρο γιατὶ ἄρχισα νὰ ὀνιροπολό: ἔβλεπα τὶ γλικιὰ ἰκόνα τὶς Δανάης μου.
Μὲ πίραν τὰ κλάματα: ἴχα μιὰ ἰπερευεστισὰ μιὰ σιγκίνισι.
Περνάγαν ἀπὸ τὶ φαντασία μου ὄμορφες ἰκόνες ποῦ τὶς ἴχα ζίσι. Ἡ ὀμορφότερες μέρες τὶς ζοής μου.
Τὰ βράδια μὲ τὶς σιναναστροφές, ἡ σιναυλίες, ἡ ἀκρόπολι κὲ ἡ κατόψι τὶς ἀθίνας ποὺ μάρεσε νὰ χαζεύο ὄρες ὀλόκλιρες ἀφιριμένος ἀπὸ τὶ βοριονατολικὶ πλευρὰ ἢ ἀπὸ τὸ ναὸ τὶς ἄπτερις νίκις κιτάζοντας τὶς γραμὲς τὶς θάλασας, τὶ λιψοκουτάλα τὶν Ἔγινα κὲ τὶ Σαλαμίνα.
***
Ἐχιόνιζε κὲ ἡ βάρδια ποῦ φίλαγα ἤταν δόδεκα μὲ δίο.
Σουλατσάριζα γιομάτος ἀνατριχίλα : ἡ Δανάη δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὰ μάτια μου.
Θιμίθικα τὶν πρότι χρονιὰ σὰν τὶ γνόρισα ποῦ μιὰ βραδιὰ χιμονιάτικη μὲ χιονόνερο ποὺ ἴστερα τὸ γίρισε σὲ χιόνι, ποῦ καθόμαστε στὸ παράθιρο κὲ κιτάζαμε ἀπέξο τὶς νιφάδες ποὺ πέζαν γίρο στὸ ἰλεκτρικὸ γλόμπο τοὺ δίμου πούταν στὶ γονία. Πὸς στριφογίριζαν : σὰν πεταλουδίτσες στὶν ἐξοχὶ τὰ βράδια γίρο στὸ φανάρι μιάζαν.
Ἔνα γλικὸ ὄμπρισμα πούχαν τὰ μάτια τις σὰ ναναβλίζαν μίρο. Τὰ ἀπαλούλια χιλάκιατις τρεμουλιστὰ μὲ τὶς γονίτσες τους σὰ μπουμπούκι ποῦ σκάη.
Δὲν ἴπαμε τίποτα γιὰ ὄτι νιόθαμε : δὲ ξέραμε νὰ τὸ πούμε μὲ λόγια κὲ φοβόμαστε μὶν τὸ χαλάσουμε. Μὰς ἔφτανε ὄτι λέγαν τὰ μάτια μας : ἀφίσαμε νὰ μιλάνε ἡ καρδιές μας.
Ἀπὸ κίνι τὶ βραδιὰ ἀγαπιόμαστε κὲ ἴχαμε πιὰ ὁ ἔνας τὸν ἄλον ἀνάγκι.
Ἡ μαμάτις ποτὲ δὲ μὰς στενοχόρισε, δὲ μὰς κίταξε ποτὲ μὲ λοξὶ ματιά : μπιστευόταν κὲ στοὺς διόμας πὸς δὲ μπορὶ ποτὲ νὰ κρίβουμε μέσα μας τὸ κακό.
***
Τὶν ἄλι μέρα πίγαμε ἐκδρομὶ κὲ γιρίσαμε τὸ βράδι. Τρέξαμε ὄλι τὶν ἠμέρα στὰ χιόνια, πέξαμε κὲ χιονιὲς μὲ ἄλες παρέες κὲ τὶν ἰπερασπίστικα σὰν ἴροας τοῦ παραμιθιού, τὶς ἔλεγα ἀδερφούλαμου κὲ γιὰ νὰ μὲ εὐχαριστίσι σὲ μιὰ στιγμὶ ποὺ κάθισα σὲ μιὰ πέτρα νὰ ξεκουραστὸ στεκόταν κοντάμου ὄρθια κὲ μοῦ χάδεψε τὸ κεφάλι σάγνοντας τὰ μαλιά μου. Δὲ τὶς μίλισα μὰ ἀπὸ κίνι τὶ στιγμὶ μελανχόλισε, κὲ σὰν γιρίζαμε τὸ βράδι τὸ πρόσοποτις ἴχε μιὰ ἔκφρασι, ἀνακατεμένο πίσμα κὲ παράπονο.
Δὲ τὶς ἄρεσε νὰ μιλάμε ὄπος πρότα γιὰ ὄτι πράματα βλέπαμε μπροστάμας ἢ μὰς ἐρχόσαντε στὸ νού.
Γιρίσαμε στὸ σπίτι χόρις νὰ μιλάμε περπατόντας ὁ ἔνας δίπλα στὸν ἄλον φοβισμένα.
***
Ἴστερα ἀπὸ κερὸ βρεθίκαμε πάλι μιὰ Κιργιακὶ κὲ ἀκούγαμε τὶ δεύτερι σιμφονία : πὸς τὶν ἔνιοθα αὐτὶ τὶ λιτουργία, ξεπέρναγε τὶν ἐνάτι. Μιὰ φιλελεύτερι ἐπαναστατικιὰ μουσικὶ μιὰς ψιχὶς ἄγριας ἀνθροπιστικὶς εὐγενικιάς.
Ξαναπίγα μόνοσμου νὰ ἀκούσο τὶν ἴδια μουσικὶ μὰ τὸ πρόγραμα δὲν ἴχε μπετόβον. Τὶ σιναυλία τὶν διοργάνομε τὸ ὀδίο ἀθινόν : ἐκτὸς ἀπὸ τὶν πρότι μαχεργιὰ ποὺ μουδόσανε στὸ ταμίο, ἔνα πενιτόδραχμο γιὰ μιὰ θέσι στὸν ἐξόστι, ἄκουσα Μπὰχ πούμιαξε μὲ καθιγιτὶ τὸν Θρισκευτικὸν κὲ Μόζαρ μὲ ἴροα ποὺ θέλι νὰ ἰποτάξι μὰ δὲ τὰ καταφέρνι κὲ γίνετε γελίος.
***
Τὰ σφιρίγματα τοῦ ἀέρα τὰ θριήσματα στὰ δένδρα κὲ τὰ βογκιχτιὰ μοὺ κάναν ἐντίποσι μιὰς ἄγριας μουσικίς : σὰν τὶν ἀγριεμένι φίσι γινόταν ἡ ψιχίμου. Ἔνας ἰροησμός, μιὰ ἐπανάστασι γενίθικε μέσαμου.
Ἤθελα νάμουνα μουσικὸς κὲ νὰ βαστούσα ἔνα βιολὶ στὸ χέριμου : δὲ θάκανα ἐκτέλεσες ἀπὸ ξένα ἔργα.
Θὰ τραβούσα δοξαργές : θὰ ἔπεζα τὶ μουσικὶ πούνιοθε ἡ ψιχίμου. Μιὰ ἀπεσονάτα ἴχα ἔτιμι γιὰ τὶν ἀγαπιμένιμου. Μακριὰ τις…. ἐξευτελισμένος ἰποταγένος σὲ σινθίκες… νὰ σκίφτο τὸ κεφάλι σανθροπάκια…. ὄχι θὰ σπάσο τὰ λουργιὰ ποὺ μὲ δένουν……
Ὄλι αὐτὶ τὶν ἔξαψι ἄρχισε νὰ τὶν πλακόνι ἡ θλίψι : σιμβιβάσμος ἰποδουλόμα.
Ἡ ἐπανάστασι μέφερνε στὶν ἀναρχία : σινέπιτις ἡ καταστροφί.
Νὰ ζίσο σιμβατικὰ γιατὶ δὲ ζὸ μονάχα γιὰ τὸν ἐαυτόμου : τὸ ἔστιμα τὶς αὐτοσιντίρισις πρέπι νὰ τόχο σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ νὰ μπορὸ νὰ ἐξιπερετὸ τοὺς ἄλους. Μιὰ κατάπτοσι ποὺ μούρθε : θελιματικὰ νὰ αὐτοηποδουλόνουμε… θλίψι θάνατου.
***
Ἄξαυνα ἄκουσα ἔναν κρότο σὰν πιροβολισμὸ ποῦ μὲ τρόμαξε σὰν θάνατος.
Τὸν φαντάστικα ; τὸν ἄκουσα ; δὲν ξέρο, πέταξα ὄμος στὶ στιγμὶ στὸ μέρος ποῦ μοῦ φάνικε πὸς ἴρθε ἔνα σακίδιο μὲ χιροβομβίδες ποῦ ἀναστάτοσε τὸν κόσμο κὲ μεγάλοσε τὸν τρόμομου ποῦ μοῦ φάνικε πὸς μιδενίστικα : ἄρχισαν ὄλα τὰ φιλάκια πιροβολισμοὺς στὸν ἀέρα πούμιαζε μὲ μὰχι.
Πότε δὲν ἴχα φοβιθὶ τόσο : τρόμος ποὺ μέκαμε νὰ ἀροστίσο.
… ἡ δανάη ἀπουπάνουμου στὸ κεφάλιμου μένα παραπονιάρικο πρόσοπο : ἐστανόμουνα ἔνα πόνο σὰν κάτι νὰ μοὺ δαγκόνι τὶν καρδιά.
Σκευτόμουνα πὸς ἴχα σκοτόσι κάθε εὐγενικὸ ἔστιμα : γιατὶ νὰ μὶ μίνο στὶν πρότι ζοὴ ἂς ἤταν μιὰ ἀπάτι : ἀλίμονο, ἔλεγα, βρίσκουμε σὲ μιὰ θλιβερὶ ἀλίθια. Μὰ ἀλίθια ἴνε ἢ ἀναρχία ; ἡ ἀνιπαρξία τὶς ἀλίθιας ἴνε ἀλίθια ! ;
Μέσα σαὐτὶ τὶν ἀβεβεότιτα ἀπὸ τὶν ἀγονία, σὲ διὸ μέρες ἔγινα σκελετός.
Ὄσο κιὰν προσπάθαγα νὰ πιστέψο, σίμφονα μὲ τὶς τελευτέες ἀντιλίψις πούχα γιὰ τὶ ζοή, πὸς ἡ Δανάη σὰν μοὺ παρουσιάζετε ἴνε ψευδέστισι τόσο πιὸ πολὶ ἔλαμπε ἡ αγκελικιὰ ὄψιτις.
***
Τὶν τρίτι μέρα σὰν σουρούπονε μὲ σίκοσαν μένα φορίο γιὰ τὸ νοσοκομίο.
Μὲ βαστούσαν διὸ σινάδελφι στὸν ὄμοτους κὲ ἀκολουθάγαν ἄλι διὸ γιὰ νὰ ἀλάξουν γιατὶ ἴταν μακρὶς ὁ δρόμος ἀπὸ τὸ λόχο στὸ νοσοκομίο.
Περπατούσαν σὲ λάκουςκὲ ἰψόματα χόρις νὰ νιάζουντε ποὺ ἐγὸ τραντασόμουνα κὲ πόναγα : ἴχα ἐξαντλιθὶ κὲ δὲν μπόραγα νὰ τοὺς μιλίσο κὲ νὰ τοὺς παρακαλέσο νὰ περπατοὺν λιγάκι προσεχτικὰ γιατὶ θὰ πέθενα ἀπὸ τὸ κούνιμα. Στὸ τέλος ἀπὸ τὶν ἐξάντλισι παραδόθικα στὸν πόνο : ἔγινα πτόμα.
***
Μοὺ φενόταν περίεργο, δὲν ἴξερα, ζούσα ; πέθανα ; ἴμουν ξίπνιος ; ὀνιρευόμουνα ;
Μοὺ φενόταν περίεργο πὸς περπάταγαν, κὲ πιὸ πολὶ πὸς ἴχαν ὄρεξι κὲ μίλαγαν : δὲ μὲ στενοχορούσε ποῦ μίλαγαν.
Ἔλεγε ἔναστους «αὐτὸς δὲ θὰ ζίσι κὲ κάνουμε τὸν κόπο ἄδικα ποῦ τὸν πάμε στὸ νοσοκομίο».
Καλὰ θὰ κάναμε νὰ τὸν πετάγαμε» ἴπε ἔνας ἄλος «νὰ μέσα σὲ κίνον τὸ λάκο».
Μετὰ ἀρχίσανε τὰ γέλια, ἀνάψανε κὲ στιγάρα ἀλάξαν ὄμους κὲ ξακολούθισαν νὰ περπατὰν πατόντας πότε σὲ ἰψόματα πότε σὲ λακούβες. Αὐτὸ μοὺ φάνικε πιὸ περίεργο. Δὲ θὰ ζίσο, κὲ λέγαν νὰ μὲ πετάξουν. Ἤπα, μὶν τιχὸν κὲ δὲν ἴμε ζοντανός.
Μὰ σκεύτουμε—σκεύτικα.
Θέλισα νὰ ἀρχίσο μαζίτους κουβέντα.
Μιὰ ὄρεξι ποὺ μούρθε νὰ φλιαρίσο γιὰ ὄπια δίποτε κουταμάρα μαζίτους, μὰ ἤμουνα ἐξαντλιμένος κὲ μὲ τὸν φόβο πὸς δὲ θὰ μπορέσο νὰ μιλίσο δὲν ἄνιξα τὸ στόμαμου.
Περίεργο ποῦ μοὺ φάνικε ποὺ λέγαν πὸς θὰ μὲ πετάξουν : δὲ μούφευγε αὐτὴ ἡ ἐντίποσι ἀπὸ τὸ νού.
… ἐγὸ μπορὶ νάμε κὲ πεθαμένος, τότε τὶ δουλιὰ ἔχο μὲ τοὺς ζοντανοὺς νὰ κουβεντιάσο: μαυτὶ τὶ σκέψι ἰσίχασα κὲ δὲ μίλισα.
Ἴπα μὲ τὸ νούμου πὸς ἴταν κὲ σιμφέρομου νὰ μὶ μιλάου γιὰ νὰ μὶν το καταλάβουν πὸς πέθανα : μοὺ ἄρεσε νὰ ἴμε πεθαμένος μέσα σὲ ζοντανοὺς.
Ἂν μίλαγα θὰ καταλάβεναν πὸς ἴμουνα πεθαμένος, γιατὶ ἡ φονίμου δὲ θάμιαζε μὲ τὶ δικί τους, κὲ θὰ μὲ χόναν : αὐτὸ θὰ μὲ ζιμίονε γιατὶ δὲ θάβλεπα τόσα πράγματα ποῦ βλέπο κὲ μορφόνουμε.
***
Στὸ νοσοκομίο ἐπιδὶ ἤσαν πολὶ μὲ βάλαν σὲ μιὰ ἀποθίκι νὰ περάσο τὶ βραδιὰ μέχρι νὰ ξιμερόσι κὲ θὰ μὲ κανόνιζαν. Ἠ ἀποθίκι ἤταν γεμάτι παλιοκάσονα, ξίλα, φέρετρα : ἐγὸ μὲ τὶν ἰδέα πὸς ἴμουνα πεθαμένος παραξενεβόμουνα μαυτὰ πούβλεπα.
Ἤσαν κίαλι ποὺ τοὺς βάλαν μέσα πρόχιρα μέχρι νὰ ξιμερόσι γιὰ νὰ τοὺς βολέψουν καλίτερα.
Κάρφοναν ἔνα φέρετρο κὲ κάπιος ἴπε «πάη κιαυτὸς μέχρι τόρα θάψανε τρὶς κιένας αὐτὸς τέσερι» ἔνας ἄλος μὲ σβιμένι κλαψάρικια φονὶ ἴπε «κοντὰ ἴνε κὲ ἡ ἀράδαμας».
Ἐμένα δὲν ἔπαψε νὰ μοὺ φένουντε τὰ πράγματα παράξενα, κιαπὸ περιέργια—μὲ μεγάλο κόπο—ρότισα ἔναν διπλανό μου ποὺ ἤταν κιαυτὸς σὲ φορίο μὰ φενόταν πιὸ ζοηρὸς γιατὶ κούναγε τὸ κεφάλιτου κὲ τὰ χέργια του.—Μὰ τὶ κάνουν ἐκὶ σινάδελφε ; τὶ καρφόνουν ;
Κάπιος ἄλος πέθανε κὲ τὸν πάνε γιὰ θάψιμο : κὲ γιὰ νὰ μοὺ δόσι θάρος πρόστεσε· ἔμις δὲν ἔχουμε φόβο, αὔριο θὰ μὰς βάλουν σὲ κρεβάτια.
Πόσο θὰ βαστάξι, σκεύθικα, αὐτὴ ἡ κοροηδία θὰ τὸ καταλάβουν πὸς ἴμε πεθαμένος κὲ τότε τὶ ἄσκιμα θὰ ἴνε σὰν μὲ βάλουν στὸ μνίμα κὲ ρίχνουν τὸ χόμα : στὶν ἀρχὶ ποὺ θὰ χτιπὰν τὰ σβόλια στὸ καπάκι μέχρι νὰ τὸ κουκοθλόσουν…
Ἐπιδὶ δὲ μπόραγα νὰ μιλάου, κὲ γιὰ νὰ μὶ θιμόσι ὁ διπλανός μου τοῦ ἴπα νὰ μὲ σινχορὶ «δὲ τὸ κάνο ἀπὸ περιφρόνισι ἀλὰ δὲν μπορὸ» κὲ τὸν εὐχαρσίτισα ποὺ ἴχε τὶν καλσίνι νὰ μοὺ κουβεντιάζι γιατὶ μάρεσε νὰ ἀκούο : ἴπα πάλι μὲ τὸν νούμου πὸς ἴταν κὲ σιμφέρο μου νὰ μὶ μιλάου γιὰ νὰ μὶ μὲ καταλάβουν πὸς πέθανα.
***
Μὲ πίρε ὁ ἴπνος μὰ σὲ λίγο ξίπνισα. Ὄλι ἡ ἀποθίκι ἤταν νέκρα. Τὰ κιβότια μὲ τὰ φέρετρα τόνα πάνου στάλο χωρὶς τάξι : Καδρόνια κὲ σανίδια ὄρθια κὲ πλάγια σὰν μπερδεμένες κλιματόβεργες, τὰ φότιζε κὲ ἡ λάμπα τοὺ πετρελέου—πούταν κρεμασμένι στὸ ντουβάρι,—ἀπὸ τόνα μέρος, κιαπὸ τάλο τὰ ἄφινε σκούρα κὲ σὲ μεργιὲς μεργιὲς μαύρα σκοτάδι σὰν νὰ κρίβαν μικρὰ τέρατα : μοὺ κάναν μιὰ ἀλόκοτι ἐντίποσι.
Ἄκουγα κάπου τρίξιμο σανιδιόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ριθμικὰ μονότονα ροχαλιτιὰ τριὸν ποὺ κάναν μιὰ μιστιριόδικια, μὰ ἀπλὶ σιμφονία.
Κίταξα δίπλα μου τὸ γιτομάμου. Ἴχε γουρλομένα τὰ μάτια του καρφομένα στὸ ταβάνι, ἡ μίτι του μοῦ φάνικε πὸε λίγνεψε κὲ μεγάλοσε, τὰ χίλια του ἴσαντε κλιστὰ μὲ πίσμα.
Γαηδουργιά μου αὐτί, σκεύτικα, νὰ τὸν ἀφίσο κὲ νὰ μὲ πάρι ὁ ἴπνος : ἔχι δίκιο ποὺ πίσμοσε κέκλισε τὸ στόμα του περιφρονόντας με κὲ κιτάζι τὸ ταβάνι.
***
Ἄπλοσα τὸ χέρι μου γιατὶ δὲ μπόραγα νὰ μιλίσο κὲ τούπιασα τὸ χέρι γιὰ νὰ τοὺ πάρο σιγνόμι.
Χαμογέλασα : τὶ βλάκας ποὺ ἴμε. Ὄταν μοῦ μίλαγε τὸν ἴχα περάσι γιὰ ζοντανὸν: μπορούσε ποτὲ αὐτὸς νὰ ἴτανε ζοντανὸς κὲ γὸ πεθαμένος κὲ νὰ ἐρχόμαστε σὲ σινενόησι.
Κρίο πούνε τὸ χέρι του…. σκέφτικα : ἐμὶς ἡ πεθαμένι ὄχι μονάχα ἴμαστε παγομένι ἀλὰ κιόπιος μὰς πιάνι τὸν παγόνουμε….
Ἡ σιμφονία τοὺ ροχαλιτιοὺ ξακολούθαγε μονότονα.
Πὸς ἀλάζι ἡ μουσικὶ σκέφτικα : ἄλι ἴνε ἡ μουσικὶ τὶς χαρά, ἄλι τὶς ἐπανάστασις κιάλι τὶς θλίψις. Μὰ αὐτὶ ἡ μουσικὶ δὲ μιάζι μαυτὲς ποὺ ἔχουν ἡ ζοντανί, ἴνε μουσικὶ τοῦ θανά του.
Ἀλόκοτο πράγμα ποὺ ἴνε ὁ θάνατος : φὸς θαμπὸ μέρι σκοτινά, κιβότια, φέρετρα, σανίδες καδρόνια μπερδεμένα κὲ μουσικὶ μονότονι.
Αὐτὸ ὄλο δομέσα φένετε νάνε θάνατος : δὲ φένετε κὲ γιὰ σπουδέο πράγμα ὁ θάνατος
Δὲν ἔχι τὰ μιστίρια ποὺ ἔχι ἡ ζοὴ ποὺ τὶν κάνουν νὰ μένι πάντα ἀνεξίγιτι. Θάνατος ἴνε, πάγομα ἰσιχία γιὰ νὰ ἀκούγετε μιὰ νεκρὶ μουσικὶ κὲ κάπου κάπου ἔνα τρίξιμο. Μοὺ φένετε περίεργο πὸς μὲ τρόμαζε ὁ θάνατος ὄταν ἴμουνα στὶ ζοὴ ποὺ ἴνε τόσο ἀπλὸ πράγμα.
***
Ὄταν πίρα ἀναροτικὶ ἄδια κὲ γίρισα στὶν προτεύουσα ἡ πρότι μου δουλιὰ ἤταν νὰ τρέξο μὲ χτιποκάρδι νὰ τὶς πάρο σιγνόμι. Τὶς ἴπα πὸς ὄλα ἴταν μιὰ πλάνι κὲ πὸς ἐξετίας τὶς ἀρόστισα ἐγίνικα καλά. Δὲ μοὺ ζίτισε ἐξιγίσις ἂν κὲ δὲ μὲ καταλάβενε γιατὶ τὶς τάλεγα αὐτά : ἐπιδὶ δὲν ἴχα πάρι καλὰ ἀπάνουμου ἀπέφιγε νὰ μὲ σινχίσι.
Μὲ κερὸ ὄμος σὰν ἀπολίθικα μοὺ τὸ φίλαγε κὲ μιὰ φορὰ στὶν ἐξοχὶ μὲ κατάφερε νὰ τὶς πὸ ὄλιμου τὶν ἰστορία.
Τὶς ἴπα πὸς σένα διάστιμα τὶν ἴχα ξεχάσι γιατὶ ἔψαχνα νὰ βρὸ τὸ μιστικὸ τὶς ζοὴς κὲ ἔπεσα στὶν ἀναρχία τὶς σκέψις : οὔλα μοὺ φενόντουσαν τότε ψευδέστισες. Τὶς ἴπα πὸς πέθανα κὲ ὄτι ὁ θάνατος δὲν ἴνε σπουδέο πράγμα γιατὶ οὔλα του ἴνε ἐξιγιτά. Ὄλο τὸ σπουδέο στὸν κόσμο ἴνε ἡ ζοή, γιαυτὸ ἴνε γεμάτι μιστίρια ἀνεξίγιτα.
Ξερενόταν στὰ γέλια κὲ γὸ ταπινονόμουνα μὰ τὸ ταπίνομα μὲ ἔκανε νὰ ξαλαφρόνο.
Τόρα δὲν ἴταν χιμόνας, μὲ ἀγριεμένα στιχιὰ τὶς φίσις ποῦ ἐρέθιζαν τὶν καρδιά μου ἐπαναστατικά.
Δὲν ἔφτιαχνα ἀπεσονάτες : ἡ ἄνιξι τὶ μουσικὶ τὶς σιμβατικιὰς γαλίνις, ποὺ προσέχις νὰ τὶν κρατίσις ὄσο μπορὶς περισότερο, μέκανε νὰ νιόθο.
Σονάτες θέλο νὰ φτιάχνο τόρα στὶν ἀγαπιμένι μου.
Τὶ ὄμορφο πράγμα ἴνε ἡ αὐτοηποδούλοσι στοὺς νόμους χόρις νὰ ζιτὰς ἐξίγισες.—… δὲν ἴνε ἴδιο πράγμα μὲ τὶν ἀδιαφορία.
Νιόθο τὸν ἐαυτό μου ἰπερίφανο : ἡ αὐταπάρνισι σοὺ δίνι θάρος νὰ ἰπομένις οὔλους τοὺς ἐξευτελισμοὺς κὲ σὲ γεμίζι ἐγοησμό.
Ἡ πεταλουδίτσα ροφάη τὶν ὀμορφιὰ κὲ τὸ μέλι τις ἀπὸ τὰ ἄνθια χόρις νὰ νιόθι τὸ ἀνοτερό τις ἔργο : τὶ γονιμοπίησι.
Ὄταν δὲν νιόθις τὸν ἀνότερο σκοπὸ τοὺ ἔροτος, στὸν ἔροτα—τὶ διεόνεσι τοὺ γένους μας—ἐστάνεσε οὔλο του τὸ μεθίσι, κὲ γίνετε τὸ ἔργο ἀνότερο.
Νομίζο πὸς μὲ τὸ θάνατο ἐνίκισα στὶ ζοὴ…. τὸ πιστεύο, γιατὶ ἐλευτερόθικα ἀπὸ τὸν ἀγόνα ἐνάντια διὰ ἀνιποδούλοτα στιχιὰ τὶς φίσις.
Αὐτὸ γιὰ μένα ἴνε νίκι ποὺ δὲ μιάζι μὲ ἀλαζονία τοῦ ἰσχιροῦ, οὔτε μὲ ματεοφιλοδοξία τοῦ πλούσιου : πὸς ντρέπουμε γιὰ λογαργιασμόμου ὄταν ἴμουνα μικρός : τότε ἴχα ὀνιρευτὶ νὰ γίνο, μεγάλος, ἰροας, κὲ σὲ ἄλι φορά,—πάλι μικρός,—ὀνιρεύτικα νὰ γίνο βαθίπλουτος.
Ἐνόμιζα ἐπιδὶ λάμπι ὁ πλούτος κιὸ ἄνθροπος μὲς τὸν πλούτο θὰ νιόθι τὸ φός : δὲν ἴξερα τὸ ὄτι ἡ λάμψι τοὺ πλούτου τιφλόνι τὸν πλούσιο νὰ δὶ τὸ φός.
Ἔπρεπε νὰ ἰδὸ πρότα πόσο μικρὸς ἴνε ὁ θάνατος γιὰ νὰ νιόσο το μεγαλίο τὶς ζοής.
Πόσο ὀμορφότερα θὰ ζούσαν ἡ ἄνθροπι ἂν περνούσαν ἀπὸ τὸ θάνατο στὶ ζοή, κιόχι ἀπὸ τὶ ζοὴ στὸν θάνατο.
Ὁ καλιτέχνις
Ἴμε ἔνας ἀναρχικός, κὲ ἴνε ἡ ἐτία νὰ ἴμε ἔνας ἰλίθιος : δὲ θέλουνε ὄμος νὰ παραδεχτούνε ὄτι ἴμε ἰλίθιος ὄπος τοὺς τὸ παριστάνο ἐγό, κὲ μὲ περνάνε γιὰ ἰλίθιο ὄπος αὐτὶ μὲ βλέπουνε.
Ὄπος κὲ ἂν ἔχι ἴμε εὐχαριστιμένος ποὺ ἴμε ἰλίθιος γιατὶ νιόθο τὶν καρδιάμου νὰ κτιπάη περισότερο ἀπότι χτίπαγε ὄταν νόμιζα ὄτι ἴχα ἀρχὲς κὲ ὄτι ἴμουνα ἔξιπνος.
Μὲ ὄλιμου τὶν ἰλιθιότιτα δὲν ἔπαψα νὰ ἐνδιαφέρουμε γιὰ τοὺς ἀνθρόπους κὲ τὶ ζοή τους, σὲ ἴδιο βαθμὸ ποὺ ἐνδιαφέρουμε γιὰ τὸν ἐαυτό μου κὲ γιὰ τὶ δικίμου ζοή. Ἀπὸ ἐνδιαφέρον λιπὸν πίγα σὲ μιὰ κουμουνιστικὶ σινκέτροσι (ἀπὸ χρόνια ἐνδιαφέρουμε γιὰ τὸν κουμουνισμὸ) μὰ σὰν ἰλίθιος δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβο τίποτα ὄπος πάντοτε δὲν καταλαβένο : ὄχι τίποτα ἀλὰ μόνον ὄτι κούναγαν τὰ χέργια τους, μίλαγε ἔνας ρίτορας κὲ ἔλεγε πράγματα ποὺ δὲν ἴχανε σχέσι μὲ ὄτι σκευτότανε, φόναξαν μετὰ ὄλι σὰν λισαγμένι, ἴστερα τραγούδισαν κὲ στὸ τέλος σὰν βγέναν ἔξο ἀπὸ τὸ Θέατρο τοὺς σπάσαντὰ πλευρὰ ἡ χοροφίλακες.
Φαντάζουμε ὄτι ὄχι ἐγὸ ποὺ ἴμε ἔνας ἰλίθιος ἀλὰ κὲ ἔνας ἔξιπνος ἄνθροπος δὲ θὰ μπορούσε νὰ καταλάβι τὶ σκοπὸ ἴχε αὐτὶ ἡ συγκέντροσι. Ἴπα μὲ τὸν νούμου πὸς ἴσος νὰ τοὺς ἀρέσι νὰ τοὺς δέρνουνε κὲ μαζεύτικαν νὰ φάνε ξίλο : μὰ δὲν ἴθελα νὰ τὸ καλοπιστέψο. Νὰ γιατί : μέσα στὶν σιγκέντροσι ἴσαντε διὸ κορίτσα μὲ γερὰ χαρακτιριστικὰ ποὺ μιάζαν μὲ παναγές. Ζοηρὰ μάτια φαρδιὰ μέτοπα κὲ στρογγιλὰ πρόσοπα, ἡ μίτες τοὺς κατέβεναν σχεδὸν ἴσες ἀπὸ τὰ μέτοπα. Στεκόντουσαν στὸν ἐξόστι κὲ κίταζαν ὄλον τὸν κόσμο μένα βλέμα σὰν νὰ θέλαν νὰ μποὺν στὶν ψιχί του : κίταζαν ὄλι τὶ μάζα σὰν ἔνα ἀντικίμενο κιόχι τὰ ἄτομα ξέχορα. Σὰν ἰλίθιος ἐγὸ κατάλαβα πὸς αὐτὲς ξεχόριζαν ἀπόλον τὸν ὄχλο : ἔνιοσα σεβασμὸ γιαυτὲς κὲ ἐπιθίμια νὰ τὶς γνόριζα. Σὰν ἰλίθιος ἔχο ἀδιναμία στὸ πνεύμαμου κιόταν ἰδὸ ἔνα πνεύμα γερὸ μὲ τραβάη σὰν μαγνίτις. Ἂν τὶς γνόριζα σκεύτικα θὰ μὲ φότιζαν σὲ πολὰ πράγματα. Φότισι πάντα περίμενα ὄχι ἀπὸ πολιδιαβασμένους γιατὶ κεγὸ μονάχος μου μπόραγα νὰ διαβάσο… Τὰ μάτια τους δίχνανε ὄτι κάπος ἀνότερα ἀπὸ τοὺς ἄλους ἀνθρόπους νιόθαν τὸν κόσμο.
Δὲ μοὺ πέρασε καθόλου ἀπὸ τὸ νοὺ πὸς θᾶ μπορούσα νὰ τὶς γνορίσο, μὰ γιὰ νὰ ἴμε ἔνας ἰλίθιος ποὺ ζὸ μόνον μὲ τὶν καρδιὰ κὲ ποὺ γιαυτὶν ἴμε ἄξιος νὰ πάθο ὄλους τοὺς ἐξευτελισμοὺς τὶς γνόρισα. Λοιπὸν κατίντισα νὰ παρακαλὸ τὸν Νίκο—ποὺ τὸν θεορὸ γιὰ ἔναν ἀνισόροπο,—σὰν χριστὸ νὰ μοὺ κάμι τὶ χάρι νὲ μὲ γνόριζε. Αὐτὸς ὁ Νίκος ξέρετε τὶ βλάκας ἴνε ; ὄχι βλάκας γιατὶ τὸν ἀγαπὸ κιαυτὸν ὄπος ὄλους τσὺς ἀνθρόπους, ἀλὰ πὸς νὰ τὸ ἰπὸ ; τὶ χαρακτίρας : ἴνε κουμουνιστίς, πίγε στὶ σχολὶ γιὰ καλιτέχνις τοὺ κινιματογράφου, σὲ διὸ μίνες ἄφισε τὸ καλιτεχνικὸ στάδιο κὲ ἐπίρε ἔνα ἀλφαβιτάριο νὰ μάθι γαλικά, ἄφισε τὰ γαλικὰ κὲ ἐπιδόθι στὸν ἀθλιτισμό. Στὸν ἀθλιτισμὸ ἴχε κὲ μιὰ ἐπιτιχία, κέρδισε στοὺς Ἐλινοηταλικοὺς ἀγόνες ἔνα δεύτερο στὸν μαραθόνιο. Μὰ αὐτὸς ὁ ἀθλιτισμὸς ἴταν ἐτία νὰ τοὺ παρουσιαστὶ ἔνας κατάρος ποὺ ἀναγκάστικε νὰ ἀφίσι μὲ μεγάλι του λίπι κὲ τὸν ἀθλιτισμό : ὀστόσο τὸ μετάλιο τοὺ μαραθονίτι δὲν τὸ ξεκρεμάη ἀπὸ τὸ στίθος του ὄταν γιρίζι στὰ καπιλιὰ γιὰ προπαγάνδα τοὺ κουμουνισμού. Τὸν ἀγαπὸ γιατὶ τοῦ ἀρέσουν ὄλα, κὲ ἂν δὲν ἤταν αὐτὸς δὲν θὰ γνοριζόμουνε μὲ τὰ κορίτσα. Τοὺ τὸ σινχόρισα ποὺ στὶν ἀρχὶ μὲ πέδεψε μέχρι νὰ μὲ σιστίσι ἐνάμισι μίνα.
Ὀστόσο δὲν ἄργισε νὰ ἔρθι κὲ ἡ ἀπαγοήτευσι ἤστερα ἀπὸ τὸν πρότο ἐνθουσιασμὸ σὰν γνορίστικα μαζί τους. Αὐτὲς πιστεύουνε στὸ κουμουνισμό… μοὺ λένε πὸς ἔχο ὀρέες ἰδέες μὰ τὸ ὄλο μου ἔργο δὲν ἴνε ὀρέο : ἴμε σίγουρος πὸς αὐτὲς ξέρουνε πιὸ ἔργο ἴνε ἀνότερο ποῦ πρέπι νὰ ἴνε κὲ ὁ σκοπὸς τὶς ζοὴς τοὺ ἀνθρόπου· μοὺ τὸ λένε κὲ γὸ δὲν τὸ νιόθο, βλέπο τὰ μάτια τους νὰ λάμπουν. . . . . . δὲν ἴνε αὐτὸ ποὺ μὲ κάνι νὰ πιστέψο ὄτι ἴμε ἰλίθιος γιατὶ ἴμε βέβεος ἀπὸ κερὸ γιὰ τὶν ἰλιθιοτιτάμου, ἀλὰ ἡ ἐτία ποὺ μὲ βασανίζι, γιατὶ θέλουν νὰ ἴμε ἰλίθιος ὄπος θέλουν αὐτὶ κὲ ὄχι ὄπος ἐγὸ παριστάνο τὸν έαυτό μου : δὲν μπορὸ νὰ καταλάβο πὸς μπορὸ νὰ ἔχο ὀρέες ἰδέες χόρις νὰ ἔχο καλὸ σκοπό.
***
Τὶν μικρότερι τὶν ἀγαπὸ πιὸ πολὶ κὲ τεργιάζουν ἡ χαρακτίρες μας, νὰ ὄμος πιὰ ἴνε ἡ διαφοράμας : ἔχι καταλάβι τὶν ἰδέα τὶς ἀναρχίας πιὸ καλίτερα ἀπὸ ἐμένα, γιατί, κὲ στὸ πνεύμα, κὲ στὶ καρδιὰ μὲ ξεπερνάη. Σαυτὸ ἴμε βέβεος γιατὶ στοὺς τέσερους μίνες ποὺ τὶν γνορίζο μοὺ δόθικε πολὲς φορὲς εὐκερία νὰ ἐκτιμίσο τὶν ἀξίατις. Αὐτὶ πιστεύη ὄτι τὶν ἀλίθια τὶς ἰδέας τὶς ἀναρχίας πρέπι νὰ τὶν κρίβουνε κιαπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἐαυτό. Σαυτὸ ἔχι δίκιο, μὰ ἐγὸ ἴμε ἔνας ἰλίθιος γιατὶ προσπάθισα νὰ τὶς δίξο ὄτι ἴμε μικροτερός τις, κὲ ὄτι τὶν παραδέχουμε στὸ ζίτιμα : ὄτι πρέπι νὰ κρίβουμε τὶν ἀλίθια τὶς ἀναρχίας κὲ νὰ ἐρχόμαστε σὲ σιμβιβασμὸ μὲ τὸν ἐαυτόμας : μάλιστα θέλισα νὰ τὶν εὐχαριστίσο γιὰ τὸ μάθιμα ποὺ μούδοσε κὲ κατάλαβα πράγμα ποὺ μὲ τὸ δικόμου ἰλίθιο πνεύμα δὲ θὰ μπορούσα ποτὲ νὰ τὸ ἀνακαλίψο, μὰ δὲν τὰ καταφέρνο καλὰ κὲ φένετε αὐτὶ μου ἡ προσπάθια σὰν νὰ θέλο νὰ τὶς δίξο πὸς τὶν ἀγαπὸ ὄπος ἀγαπάη κανὶς ἔνα μικρό πεδί, καὶ ὄτι ἡ εὐγνομοσίνι τὶς ἀγάπις μου μιάζι μὲ τὸν πολιβασανισμένο γέρον ποὺ εὐγνομονὶ τὸ πεδάκι γιὰ τὶν εὐτιχία ποὺ τοὺ χαρίζι ἡ πεδιακιστίκι του χαρά.
Νὰ πιὰ ἴνε ἡ διαφοράμας στὶν ἰπόθεσι περὶ ἰλιθιοτιτός μου : ἐγὸ θέλο νὰ τὶς ἰπὸ ὄτι ἴμε ἔνας πολὶ μικρὸς ἰλίθιος μὲ μιὰ μέτρια καρδιά, κὲ αὐτὶ μὲ νομίζι γιὰ ἔναν πολὶ μεγάλον ἰλίθιο κὲ πὸς θέλο νὰ τὶν ἀγαπὸ σὰν πατέρας κὲ ὄχι σὰν ἀδελφός.
***
Νιόθο τὸν ἐαυτό μου ἀκόμα πιὸ ἰλίθιο κὲ χτιπάη ἡ καρδιά μου ἀκόμα πιὸ πολὶ ὄταν προσπαθὸ νὰ δίξο ὄτι δὲν ἴμε ἐροτευμένος μαζί τις : κάνο τὸν ἀδιάφορο σὰν νὰ ἴμε ἔνας ἀπλὸς φίλος τις. Θέρο καλὰ πὸς τὸ καταλαβένι κὲ διασκεδάζι μαζί μου μὲ τὶν ἰλιθία πονιρία μου. Μὲ τὶν ἰδέα πὸς τὶν εὐχαριστὶ αὐτὸ γίνουμε ἰλίθιος κὲ νιόθο ὄλους τοὺς χτίπους τὶς καρδιάς μου—ἴμε διλαδὶ ἔνας εὐτιχισμένος ἄνθροπος γιατὶ ἀγαπό, κὲ τὸ σπουδεότερο ἐξευτελίζουμε γιὰ χατίρι τὶς ἀγάπις μου. Ξέρο κὲ κάτι ἄλο σπουδεότερο ποὺ μπορὶ νὰ μου κάμι εὐτιχισμένι τὶ ζοὴ κὲ ὄταν ἀκήμη φτάσι ἡ ἰλιθιότις μου, σὲ χίλιους βαθμοὺς μεγαλιτέρι ἀπότι τὶν καταλαβένο τόρα : κατὰ βάθος μὲ ἀγαπάη κὲ μάλιστα περισότερο ἀπὸ ὄσο τὶν ἀγαπὸ ἐγό : κὲ μούρχετε τὸ τραγούδι στὸν νοὺ «ἂν θέλις νὰ μοὺ δόσις τὶν καρδιά σου στὶν ἀρχὶ νὰ τὸ κρατίσις μιστικό».
3
Ἀπὸ τὰ πολὰ κατόρθοσα νὰ βγούμε μιὰ Κιργιακὶ μαζὶ ἔξο : πίγαμε στὶν ἔκθεσι τοὺ Γγίζι. Λιπὸν ἐγὸ σὰν φιλότεχνος ἢ καλίτερα σὰν καλιτέχνις δὲν ἴχα παραλίψι νὰ τὶν ἐπισκευτὸ ἀπὸ τὶς πρότες μέρες : δὲν μοὺ ἴχε κάμι κὲ μεγάλι ἐντίποσι. Σὰν πίγαμε μαζὶ ἀνακάλιψα ἔνα σορὸ ἀριστουργίματα : μοὺ φενότανε πὸς ἴχανε ἀλάξι ὄλους τοὺς πρότους πίνακες ποὺ ἴσαντε μέτριη μὲ ἀριστουργίματα. Ὄλα ἴσαντε θαυμάσια, τὰ σκίτσα του, τὰ σχέδια, ἡ σπουδὲς γιὰ τὶς σινθέσις . . . . ὄλα τέλια. 460 ἔργα τὰ κίταζα ὄλα ἔνα πρὸς ἔνα κὲ στὸ καθένα εὔρισκα κάτι ξέχορο απὸ τὸ ἄλο.
Μετὰ πίγαμε μιὰ βόλτα στὸ ζάπιο κὲ γιρίσαμε στὸ σπίτι τους . . . . ἡ ἄνιξις βλέπετε, τὰ ἄνθι μὲ μεθίσανε. Τὶς καλινίχτισα κὲ ἔφιγα. Ἴχαμε σιμφονίσι τὶν πέμπτι μετὰ τὸ φαὴ νὰ πάμε νὰ ἀκούσουμε ὀρχίστρα. Ὄχι μονάχα μὰς ἔδοσε τὶν ἄδια ἡ μαμά τους, ἀλὰ θὰ μὰς ἔκανε τὶν τιμὶ νὰ ἐρχόταν κὲ ἡ ἴδια.
Στὸ δρόμο ποὺ γίριζα σπίτιμου πέταγα : λένε πὸς ὄταν πάρις κοκαήνι πετάς. Ἔ λιπὸν ἐγὸ πέταγα χόρις νὰ ξέρο τὸ φτερούγισμα τὶς κοκαήνις. Μόλις ἔφτασα σπίτι μου ἄρχισα νὰ στεναχορούμε : θλιβόμουνα σὰν νὰ φιλακίστικα σὲ ξεμοναχιασμένο κελί. Κάθισα στὸ τραπέζι κὲ ἔβγαλα τὸ ρολόη μου : δὲν ξέρο γιατὶ τὸ ἔβγαλα κὲ τὸ κίταζα χόρις νὰ καταλοβένο τὶ ὄρα ἔλεγε. Δὲν κίταξα τοὺς μεγάλους δίχτες : ὄλιμου τὶ σκέψι τὶν τράβιξε ὁ μικρὸς ποὺ μέτραγε τὶς στιγμές. Στὶν ἀρχὶ μοὺ φενόταν περίεργο . . . τὶκ . . . τὶκ . . . ἔκαμε μιὰ στροφί, δεύτερι, τρίτι . . . . ἅρχισα νὰ φουρκίζουμε. Αὐτὸς ἴνε χρόνος, σκέφτικα. Μὰ αὐτὸς ὁ χρόνος πὸς φεύγι ἀδιαφορόντας γιὰ μένα . . . . γιὰ δέστο ἔνα πραγματάκι τόσο δὰ . . . τὶκ . . . τὶκ . . . δὲν προσέχι καθόλου σὲ μένα ποὺ ἔχο ζοὴ καὶ καρδιά. Μὲ περνάη γιὰ ἔνα μιδενικό : μούρθε νὰ τοὺ δόσο μιὰ γροθιὰ κὲ νὰ σταματίσο τὸ χρόνο ποὺ δὲν θέλι νὰ μὲ περιμένι, νὰ σκευτὸ γιὰ νὰ δουλέψο . . . θέλο νὰ ἐργαστὸ σκεύθικα, κὲ νὰ ἐργαστὸ ὄπος θέλο κὲ ὄσο θέλο μέσα σὲ χρόνο κὲ χόρο ἄπιρο . . . Ὄχι ἄπιρο γιατὶ θὰ χανόμουνα ἀλὰ μιὰ ἐργασία ὀρισμένου χρόνου.
4
. . . . βρέθηκα σὲ μιὰ ἐξοχὶ μέσα σὲ ἔνα ἐργαστίριο μὲ ἔνα πελόργιο τελάρο—καβαλέτα σκάλες πινέλα χρόματα, ὄλα μὲ περίμεναν. Τὰ χάηδεψα ὄλα μὲ τὸ βλέμμου κὲ ἐτιμάστικα, πίρα ἔνα μπλὸκ κὲ ἔνα μολίβι τὶς ἰχνογραφίας κὲ βγίκα γιὰ προσκέδια.
***
Πέταγα σὰν τὶν ἀμάδα ποὺ τὶν πετὰς μὲ τέχνι στὶν λίμνι κὲ χτιπόντας ξέφαλτσα τὸ νερὸ φεύγι μὲ πιδίματα . . . . ἔτσι πέρασα τὶς θάλασες σαν ἀστραπί, ξέφαλτσα γκίζοντας στὸν ἀφρὸ ποὺ στὸ γκίξιμο τοῦ ποδίου μου ἀπὸ τὸ δρόμο πούχα πετιότανε μίλια μακριὰ πιτσιλιστὸ νερὸ στὸ πλάημου κὲ ράντιζε πάλι τὶν ἴδια θάλασα. Στὶς φτέρνες μου πάντα ἡ ἴδιες ἀμφίβολες στάλες κρεμόντουσαν ποὺ πέρναγε μέσα τους κὲ ἀναλιότναε ἡ λάμψι τοῦ χρόνου ὄπος περνάη ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὶς δροσὰς ἡ πρότι ἀκτίνα τὶν αὐγί. Πέρασα στεργές, μὰ ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ κιτάζοντας τοὺς κάτου μου κάμπους. Ἴδα ἀνθρόπους ὄπος σίμερα : σὲ ἄλες χόρες ζούσανε προτόγονα κὲ σὲ ἄλες ἴχανε τέχνες σὲ ἀτέλια : γνορίζανε κὲ τὶ φοτιά. Κάνανε ἀναμεταξίτους πολέμους, καλιεργούσανε τὶς τέχνες κὲ τὶ φιλοσοφία : μαυτὸν τὸν τρόπο πέρασαν 10 ἐόνες. Στοὺς δέκα ἐόνες ἴχανε φτάσι στὸ σχετικὰ τέλιο τὶς τέχνες τους : φτιάχναν ἡ τεχνίτες τέλια (σχετικὰ) τὰ ἔργα τους γιατὶ ἴχαν ἀνακαλίψι ὄτι ἂν ἀντιγράφουν τὶ φίσι τὰ λάθι τους, θὰ ἴνε τόσο μικρὰ ποὺ δὲ θὰ φένουντε. Ὀστόσο ἐπιδὶ βλέπαν ὄτι ἡ τέχνι δὲν ἔχι ἄλο νὰ ἀνέβι σιμφόνισαν, ὁ δανάστις τὶς ἀφρικὶς κὲ ἡ ἀρχιγὶ τὶς μεσοποταμίας κὲ τὶς κιλάδας τοὺ ἰνδοὺ νὰ κάμουνε κινονία τὸν ἐθνὸν ἀρχές τους ἴχανε τὶν ἰρίνη ἀναμεταξί του, κὲ τὶν καλιτέρευσι τὶς θέσις τοὺ λαοὺ κάθε κράτους μὲ τὶ σινδρομὶ τὸν ἄλον. Μὰ αὐτὸ δὲν κράτισε ἴτε μισὸ ἐόνα γιατὶ ἄρχισαν νὰ μιλάνε γιὰ ἀνότερα ἔργα. Θὰ φτιάχνανε τὸν πίργο ποὺ θαύτανε στὸν οὐρανὸ κὲ θάβρισκαν τὸ μιστικὸ τῆς ζοής. Ὀστόσο ὄμος δὲν σιμφόναγαν τὸ μέρος ποὺ θὰ τὸν χτίζαν γιατὶ ἡ ἀφρικανὶ θέλαν νὰ γίνι στὶν ἀχλάδα τους, ἐνὸ ἡ μεσοποταμίτες κὲ ἡ ἰνδὶ στὶν δικιάτους στεργιά. Χορίστικε τότε ὁ Φαραὸ κὲ ἔφτιαξε τὶν πιραμίδα κὲ αὐτὶ βάλαν τὰ θεμέλια τοὺ πίργου, μὰ ἐπιδὶ ἴχανε ἀνάγκι ἀπὸ ἀνδράποδα τράβιξαν γιὰ τὶ βραζιλία ἐξ τρατεύοντας. Γίνικαν τότε ἡ μεγάλι σισμὶ ποὺ χορίστικαν ἡ στεργιὲς κὲ μίναν ἡ πολεμιστὲς ἀπέναντι κὲ ὁ πίργος στὰ θεμέλια κὲ ἔτσι χάλασε ἡ κινονία τῶν ἐθνόν.
***
Γίριζα βουὴ ξεφαλτσοπατόντας τὸν ὀκεανό : ἴχα πάρι σχέδια κὲ ἔκαλα μιὰ καλὶ σπουδί, ἀπὸ τὸ Μεξικὸ : πέρασα ἀπὸ τοὺς ἰπερβόριους μὰ μόλις ἴδα ζοὴ ἀνθρόπινι, τέχνι ὄμος δὲν ἴχαν. Βρέθικα στὸ ἀρχιπέλαγος, ἴχανε περάσι κιόλας ἄλι 10 ἐόνες. Πολὶ ἀνατολίτες τρομαγμένι ἀπὸ τοὺς σισμοὺς κὲ τοὺς κατακλισμοὺς ἴχανε περάσι στὶν κρίτι κὲ στὶς μικίνες : μόλις πολιστέψανε πίναγε κὲ στὶς κικλάδες. Ἡ κικλαδίτες ὄσι πρόφτασαν πέρασαν στὶν ἀτικὶ κὲ ἐξακολούθισαν τὶν ὄμορφι ζοή τους : ἡ κικλαδίτες δὲν γνόριζαν τὶ φοτιὰ κὲ τὸν χαλκό, ξέρανε ὄμος τὶ μουσικί : λατρέβανε Θεούς, τὶς μούσες κὲ τὸν ἔροτα ποὺ ἐπικινονούσανε μαζί τους μὲ τὶ φλογλερα, κὲ ἴσαντε ὄλι ὄμορφι σὰν ἀγγέλι. Ἔριξα μιὰ ματιὰ στὶν ἀργολίδα κὲ πέρασα στὶν ἀτικὶ ποὺ στάθικα νὰ χαζέψο κὲ νὰ ξεκουραστὸ δὲν μπόραγα νὰ ξεχορίσο τοὺς ἀνθρόπους ἀπὸ τὰ λουλούδια—κὲ τράβιξα γραμὶ γιὰ τὶν κνοσό. Μόλις κοντοζίγονα ἴδα ψιλά, ὄξο ἀπὸ τὶν ἀτμόσφερα ἔνα κομάτι ἄστρο : φενότανε πὸς ἴταν ἀπὸ κρεπαρισμένο ἄστρο γιατὶ ἀπὸ μιὰ πλευρὰ ἴτανε καμπιλοτὸ κανονικὰ κὲ ἀπὸ τὶς ἄλες ἀκανόνιστο—φενόσαντε κρεμαστὰ ξερὰ κατράμια. Ἔτρεχε μὲ δρόμο, ἀκανόνιστα, σὰν πουλὶ ποὺ τούνε σπασμένι ἡ μιὰ φτερούγα : φενότανε πὸς δὲν ἀντέχι νὰ πετάη πιὰ κὲ ἐρχόταν νὰ πέσι καταπάνου μου ποὺ ἀναγκάστικα νὰ σταματίσο.
Μόλις μπίκε στὶν ἀτμόσφερα ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ ἴχε τρίφτικε μὲ τὸν ἀγέρα κὲ πίρε φοτιά. Ἀφίνοντας μιὰ φοτινὶ οὐρὰ πίσοτου ἔπεσε γραμὶ πάνου στὶν κνοσό ὄπος μάντεψα ἀπὸ τὸ λογαριασμὸ ποὺ ἔκανα : πίρε φοτιὰ ἡ κνοσὸ κὲ ἔτρεξα νὰ προλάβο γιὰ νὰ κάμο τὶ σπουδὶ γιὰ τὸν πινακά μου. Λίγα πράγματα πρόλαβα νὰ σχεδιάσο λιγότερα ἀκόμα ἀπότι βλέπις στὶς ἀνασκαφές. Κιαυτὸ γιατὶ δὲ μοὺ δόθικε κερός : στὸ κομάτι ποὺ ἔμινε ἀπὸ τὸ σπασμένο ἄστρο—γιατὶ μέχρι νὰ πέσι κάτου σχεδὸν κάηκε—ἤτανε μιὰ καρδιὰ ποὺ δὲν ἴχε σβίσι ἀκόμα : θάτανε γερὶ καρδιὰ γιὰ νὰ ἀντέξι τόσο. Λιπὸν αὐτὶ ἡ καρδιὰ μούπε πὸς τὸ ἄστρο ποὺ ζοῦσε ἴχε ζοὴ ἀνθρόπινι μὲ τέχνι κὲ ἰστορία 70,00 ἐόνες.
Ἀπὸ κατασκεβὶς ἡ ζοὴ ἀπάνου σαυτὸ τὸ ἀστέρι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀτελὶ ζόα, ἴχε κὲ τέλια (σχετικὰ) σπονδιλοτὰ θιλαστικά, κὲ ἀνθρόπους μὲ λογικὸ μὰ χόρις οὐρά. Ὄλα τὰ θιλαστικὰ σὲ μερικὰ πράγματα μιάζανε, ἴχανε διλαδὶ τέσερα πόδια, ἀπὸ δίο μάτια, οὐρὰ κὲ μαστοὺς σὲ ἀτέλια τὰ ἀρσενικά. Ὁ ἄνθροπος ἴχε πολὲς ἐλίψις κὲ γιατυὸ ἀπὸ τὰ ἄλα ζόα ἰστερούσε στὶν τελιότιτα, γιταὶ περπάταγε μὲ τὰ διὸ (στιρίζετε πιὸ λίγο) τὸ δέρμα του δὲν ἴχε τρίχες, κὲ τοὺ ἔλιπε ἡ οὐρά. Ξεχόριζε ἀπὸ τὰ ἄλα ζόα στὶν ὀμορφιὰ—σόμα κὲ καρδιά. Ἴχε κιαυτὸς γενικὲς ἰδιότιτες μὲ τὰ ἄλα ζόα : διὸ μάτια κὲ μαστοὺς σὲ ἀτέλια ὁ ἄνδρας ἐπιδὶ ὄμος δὲν ἴχε οὐρὰ κὲ γιὰ νὰ ἰπερασπίζετε τὶν ὀμορφιά του κὲ τὶ ζοὴ τοὺ ἔδοσε ἡ φίσις τὸ λογικό. Λιπὸν αὐτὸς ὁ ἄνθροπος μὲ τὸ λογικὸ κατόρθοσε νὰ βάλι ὄλα τὰ ζόα νὰ τὸν ἰπιρετούν, βρίκε τὶ φοτιά, τὸ κάρβουνο τὸ ἀτσάλι, τὸν ἰλεκτρισμό, κατέκτισε τὸν ἀέρα, μίλισε μὲ τοὺς πεθαμένους, ἔφτιαξε μιχανικοὺς ἀνθρόπους, μὰ δὲν μπόρεσε νὰ μάθι τὸ μιστικὸ τοὺ σκοποὺ ποὺ φτιάχτικε. Ἀπαγοητέφτικε κὲ ρίχτικε στὶ βιομιχανία τοὺ ἀτσαλιοὺ κὲ τοὺ διναμίτι, γιὰ νὰ ξεχνάη τὸν πόνο ποὺ τούφερνε ἡ ἄγνια τοὺ σκοποὺ του. Κατόρθοσε μὲ τὶ σκέψι νὰ κιβερνάη ὀλόκλιρα μιχανικὰ τέρατα μὲ διάμεσο τὸν ἰλεκτρισμό : Τιλεφονούσε στὶν μιχανί του κιαυτὶ στὶ στιγμὶ τοὺ ἐτίμαζε τὸ λουτρό. Τὶν καρδιὰ του τὶν ἴχε πιὰ μονάχα γιὰ τὶν κικλοφορία τοὺ ἔματος. Ἔ λιπὸν αὐτὶ ἡ ἄνθροπι χόρις καρδιὰ γεμάτι ἀπεσιοδοξία ξέροντας πιὰ πὸς μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ βρούνε τὸ μιστικὸ τὶς ζοὴς πιράχτικε ὁ ἐγοησμός τους γιατὶ νομίσανε ὄτι τοὺς περιγελάη κάπια ἀνότερι δίναμι ποὺ δουλεύουνε γιαυτὶν χορὶς νὰ ἐλπίζουνε πὸς θὰ μάθουνε τὸ γιατι, βλέπανε ὄτι οὐρὰ μὲ κανέναν τρόπο δὲν κάνουνε . . . . βάλανε διναμίτες κὲ κρεπάρανε τὸν πλανίτιμας ἐλπίζοντας πὸς μὲ τὶν τέλια καταστροφὶ θὰ μάθεναν ἐκίνο ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μάθι τὸ διμιουργικό τους λογικό.
Μοὺ ἴπε μετὰ πὸς ἴτανε καλλιτέχνις… κὲ γίρισε—ἴστερα ἀπὸ τὶν καταστροφὶ—γαντζομ ένος πάνου σαυτὸ τὸ κομάτι 10 ἐόνες στὸ ἄπιρο χόρις ἀέρα, χόρις ζοή, μὲ φόβο πάντα πὸς θάπευτε πάνου σὲ ἀστέρι ποὺ δὲν ἐχι ἀρχίσι ἀκόμα ἡ ζοή . . . . κὲ στὸ τέλος μοὺ ἴπε πὸς ἴνε πιὰ εὐχαριστιμένος νὰ σβίσι—γιατὶ ἔτσι τὸ θέλισαν ἡ ἐπιστιμονές του—τόρα ποὺ ἔπεσε πάνουν σὲ ἔνα εὐλογιμένο ἀστράκι (τὸ δικό του ἴτανε πολὶ μεγαλίτερο ἀπὸ τὶ γίμας) ποὺ ἔχι ζοὴ κὲ ἀνθρόπους μὲ καρδιά . . . . μοὺ εὐχίθικε νὰ μὶν πάθουμε τὰ ἴδια κὲ ἔσβισε.
***
Πέρασαν ἀπὸ τότε 19 ἐόνες ποὺ δὲν ἤθελα νὰ δουλέψο : θιμόμουνα τὶν καρδιὰ ποὺ ἔσβισε κὲ τὸ ἀστρο ποὺ καταστράφικε ἐξετίας τὶς λογικὶς κὲ μέπιανε μιὰ θλίψι ποὺ ξέσπαγε σὲ κλάματα. Πλανιόμουνα ἄσκοπα πάνου στὸν πλανίτιμας μέχρι ποὺ βρέθικα μπροστὰ στὸν Παρθενόνα. Μὲ θάμποσε κὲ ἄνιξα τὸ μπλὸκ ὄχι γιὰ σκίτσα κὲ σπουδές : τὸν ἀντίγραψα ὄλον. Ἴτανε ἔργο τὶς καρδιὰς τοὺ Περικλὶ ποὺ χτίπαγε γιὰ τὶν Ἀσπασία του.
Δὲ βρίκα ἴστερα κὲ πολὶ σπουδέα νὰ σκιστάρο. Ἀρχίσανε ἡ φιλοσόφι νὰ φλιαρούνε : ξαπλονόντουσαν στὸν ἴσκιο παραμελόντας τὶν τέχνι μέχρι ποὺ ἴρθε ἔνα πεδάκι γεμάτο ἀλαζονία, μὲ ὄνιρα νὰ ἰποδουλόσι οὔλον τὸν κόσμο, κὲ τοὺς ἰποδουλόσι. Μετὰ ἀρχίσανε ἡ γραματικὶ τὶς ἀλεξάνδριας νὰ παραμορφόνουνε τὰ βιβλία : ἐπιδὶ δὲν μπορούσαν νὰ σκευθοὺν κὲ νὰ γράψουν φανίκανε πρόθιμι νὰ διορθόνουνε τὰ γραμένα ὄπος τοὺς ἄρεσε, μὲ ἔναν τρόπο ποὺ νὰ μὶν μπορὶ νὰ τὰ διαβάσι ἄλος, γιὰ νὰχουνε αὐτὶ ἀξία. Σὲ 16 ἐόνες ξαναβρίκα λιγάκι τέχνι στὶν ἰταλία κὲ ἴστερα πιὰ τίποτα, τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ λίγο ρομαντισμὸ στὸ Παρίσι, ποὺ ἴτανε ἀντιγραφὶ τὶς παρακμάρικιας ἐποχὶς τὶς Ἀθίνας.
Πέστεμου σὰς παρακαλὸ τόρα τὸν Βενιζέλο μὲ τὰ παρακλάδια του πὸς νὰ τὸν σιμιόσο σαυτὸν τὸν πίνακα ποὺ θὰ τελιόσι ἴστερα ἀπὸ 90,000 ἐόνες κὲ ποὺ πρέπι νὰ κάνο ἰκονομία γιατὶ δὲν ξέρο τὶ θὰ μοὺ παρουσιαστί. Μὲ μιὰ τελία νὰ τὸν σιμαδέψο θὰ ἴτανε πολὶ γιατὶ οὔλον τὸν εὐροπαϊκὸ πόλεμο τὸν ζογράφισα μὲ ἔναν διαβολάκο ποὺ τόνα του κέρατο ἴνε σπασμένο στὶ μέσι κὲ στὰ χέργια του κρατάη μιὰ τσιμπίδα μὲ πιρομένο ἀτσάλι, δίπλα του πλέη ἔνα σοσίβιο ποὺ ἔσοσε τὸ πτόμα ἐνοὺ ναύτι.
5
Σὰς φένετε ἀστίο . . . . γελάτε γιὰ νὰ μὲ γελιοπιήσετε, τὸ ξέρο ἴσαστε σάτιρι, μὰ τὸ γέλιοσας σὰς κάνι πιὸ γελίους : δὲν πιστεύο νὰ θελίσετε ναρνιθίτε πὸς ἴσαστε γελίη. Ὄχι γιὰ σὰς ἀγαπιμένι μου ποὺ χαμογελάτε—ἐσὰς σὰς ἀγαπὸ γιατὶ ζίτε μὲ τὶν καρδιὰ—ἀλὰ ἐκίνους ποὺ γελάνε ποὺ νομίζουνε πὸς ὁ ἄνθροπος ζὶ μὲ τὶ λογικί. Νὲ κίριη μὲ τὶν καρδιὰ πέρασα ὄλιμας τὶν ἰδρόσφερα μαζὶ μὲ 63 ἐόνες χρόνο. Δὲν ἔκαμα τὸ ταξίδι αὐτὸ γιὰ νὰ ἐμπιστευτὸ ὄπος ὁ πιητὶς ποὺ πάη στὶς ἄλιπις ἢ κιτάζι τὸ φεγγάρι. Πίγα γιὰ νὰ ἰδὸ κὲ νὰ πάρο σχέδια γιὰ νὰ φτιάξο τὸν πινακά μου : Μὰ ἀντιγραφὶ τοῦ χρόνου κὲ τοὺ διαστίματος μὲ τοὺς πολιτισμοὺς τοὺ ἀνθρόπου . . . . ἴμε ἀντιγραφεύς.
Ἔ λιπὸν ἐγὸ ποὺ πέρασα χρόνο 63 ἐόνον πάνου σόλιμας τὶ γὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἀρχίσο ἔνα ἔργον κὲ ποὺ θὰ κάμο ἰπομονὶ νὰ περιμένο ἄλους 90.000 ἐόνες, δὲν μπορὸ νὰ περιμένο μέχρι τὶν πέμπτι. Ἔζισα μὲ τὶν καρδιὰ τοὺς 63 ἐόνες κὲ μὲ τὶν καρδιὰ θὰ κάμο ἰπομονὶ νὰ περάσουν ἡ 90,000 ἐόνες, ἀλὰ τόρα ἡ καρδιὰ θέλι νὰ ζίσι κὲ γιὰ τὸν ἐαυτότις.
Δὲ γνορίζι αὐτὶ χρόνους κὲ χόρους. Σὲ μιὰ στιγμὶ ζὶ ἐκατομίρια—ἐόνες—διαστίματα—κὲ ἀστερισμοὺς.
Δὲν ἔρχετε σὲ σιμβιβασμοὺς κὲ μὲ τὸ παραμικρὸ περιόρισμα ἀροστένι αὐτὶ ποὺ ζούνε μὲ τὶ λογικὶ ἀς σταθούνε ἀπότομα μιὰ στιγμὶ ὄταν τρέχουνε στὰ γραφία τους στὶς τράπεζες κὲ στὰ ἐργοστάσια μὲ τὰ ρολόγια στὰ χέργια κὲ νὰ σκευτούνε λογικά : ἔφτιαζαν ἡ ἄνθροπι τὸ μιχάνιμα κὲ ἀντὶ νὰ τοὺς ἰπιρετὶ κὲ τὸ διευθίνουνε, τὸ ἰπιρετούνε κὲ διευθίνοντε ἀπὸ αὐτό. Νὲ ὁ λογικός ἄνθροπος—ὄπος φαντάζετε σίμερα—κιβερνιέτε ἀπὸ τὸ ρολόη : πέντε λεπτὰ νὰ τοὺ δίξι παραπάνου—καμιὰ φορὰ τοὺ τὰ δίχνι ψεύτικα—τὸν κάνι νὰ τρέχι σὰν ζουρλὸς κὲ νὰ τοὺ φένετε ὁ δρόμος μέχρι τὸ γραφίο του μεγαλίτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πέρασα ἐγὸ πάνουν σὲ ὄλι μας τὶ γή, κὲ ὁ χρόνος ποὺ ἴνε μικρότερος ἀπὸ τὸν σινιθισμένον του γιατὶ ἔχασε κὲ πέντε λεπτά, μεγαλίτερος ἀπὸ τοὺς 63 ἐόνες ποὺ ἔζισα ἐγὸ μαζὶ μὲ τοὺς 90,000 ἐόνες ποὺ θὰ περιμένο νὰ ζίσο. Νομίζοντας ὁ καθὶς πὸς ζὶ μὲ τὶ λογικὶ ζὶ πάντα μὲ τὶν καρδιά, κιόταν δὲ θέλι νὰ τὸ παραδεχθὶ γίνετε γελίος.
***
Ὄλι τους ποὺ μὲ περιγελὰν ἴνε βλάκες, μὰ αὐτὸ δὲν τοὺς φτάνι κὲ διασκεδάζουνε μὲ ἐμένε: μὲ λένε πὸς ἴμε τρελὸς κὲ τὸ παραδέχουμε—προτιμάου νὰ ἴμε τρελὸς παρὰ ἀνέστιτος.
Ἔχο τὶν ἰδέα ὄτι ἴμε ἰλίθιος : τὸ πιστεύο διλαδὶ σὰν πράγμα ποὺ ἔγινε κὲ ἐπικιρόθικε : κίταξα κὲ τὸ προσοπόμου στὸν καθρεύτι ποὺ μέκαμε νὰ πιστὸ καλὰ πιὰ γιατὶ κὲ τὰ μάτια μου ἴνε ἰλίθια—διλαδὶ ἀνθρόπου ἰλιθίου. Κιτάξετε τόρα νὰ ἰδίτε γιὰ νὰ πίτε μονάχι σας ἂν ἔχο δίκιο. Δὲ θέλι κανὶς νὰ πιστέψι μὲ κανέναν τρόπο ὄτι ἐγὸ ἴμε ἰλίθιος ὄπος θέλο νὰ παριστάνο τὸν ἐαυτό μου. Σὰς παρακαλὸ ὄταν κανὶς ἴνε ἰλικρινὶς γιὰ νὰ τὸν καταλάβουμε καλίτερα, δὲν ἴνε προτιμότερο νὰ τὸν ἀφίσουμε νὰ μὰς τὰ ἰπὶ ὁ ἴδιος ; Ἔ λιπόν, κιτάζοντας τὸν ἐαυτὸ μου ποὺ μπορὸ νὰ τὸν κιτάξο καλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλον τοὺς ἴπα πὸς ἴμε ἔνας ἰλίθιος. Αὐτὶ ἡ κίριη ἐξακολουθοὺν νὰ μὲ βασανίζουν γιατὶ ἴνε βάρβαρι κὲ τίρανι. Μοὺ λένε κατεργαράκο ἴσε λιγάκι ἔξιπνος διάβασες κὲ ἀνακατομένα μερικὰ πράγματα, ἴσε ὄμος γελασμένος, ἴσε διλαδὶ ἔνας ἰλίθιος ποὺ δὲν θὰ μπορέσις νὰ μὰς γελάσις. Ἔχις μάθι καλὰ τὸ ἰψὸν ἐαυτὸν ταπινοθίσετε κὲ ταπινὸν έαυτὸν ἰψοθίσετε, ἐπρόστεσες κὲ τὸ «ἰλικρινὶς» κὲ μὰς λὲς ὄτι ἴσε δούλος μας ἀπὸ σκοποὺ γιὰ νὰ σὲ κάμουμε ἀφέντι. Τὸ σοστὸ ἴνε ὄτι ἴσε ἔνας ψέφτις, κατὰ βάθος πιστεύης ὄτι ἴσε πολὶ ἔξιπνος ἄνθροπος κὲ γιὰ νὰ μὰς γελάσις μὰς λὲς ὄτι ἴσε ἔνας ἰλίθιος, ἐνὸ πραγματικὰ ἴσε ἰλίθιος γιατὶ δὲν μπορὶς νὰ καταλάβις πὸς αὐτὸς ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἀνεβένη κανὶς ψιλὰ ἴνε παλιὸς ποὺ τόρα δὲν περνάη. Ἂν ἀγαπάτε τὸ θεὸ τὶ πράγματα ἴνε αὐτὰ ποὺ μοὺ λένε—σιγὰ νὰ μὶ μὲ ἀκούνε πιὰ—ἐγὸ ἴτε σκέφτικα τέτιο πράγμα : μὲ ὄλο ποὺ ἴμε ἔνας ἰλίθιος δὲν μπορὸ παρὰ νὰ παραδεχτὸ πὸς ἔχουνε δίκιο . . . . . . θὰ πάψο πιὰ νὰ λέου πὸς ἴμε ἰλίθιος κὲ ἴμε βέβεος πὸς θὰ μὲ περνάνε γιὰ ἰλίθιο ἐπιδὶ θὰ νομίζουνε ὄτι δὲ μιλάου, ἀπὸ πονιρία γιὰ νὰ κάμο τὸν ἰλίθιο κὲ αὐτὸ τὸ πέρνουνε γιὰ ἀπόδιξι ὄτι πραγματικὰ ἴμε ὄπος αὐτὶ μὲ βλέπουνε, ἰλίθιος . . . . .
Κὲ ξεφαλτσοπατὸν τας . . . . . . . . . οὐρίτσα δὲν μπορούσανε νὰ κάμουνε . . . . . . . . . . . . . κὲ σὰν τελιόσι τὸ ἔργο μου . . . . . . . . . . . . . . πρέπι νὰ περιμένο τὶν πέμπτι . . . . . . . . αὐτὶ ποὺ φτιάχνουν ρολόγια κὲ τιπόνουν ἰμερολόγια σοὺ λένε ἂν βγάζις κάθε προὴ ἔνα φίλο κάθε ἐφτὰ φίλα θὰ ἔρχετε πάλι ἡ πέμπτι . . . . . . . . . ὀρέα λογικί, ἀλὰ μονάχα γιὰ δίετα τοῦ στομάχου, κὲ ὄλο ἡ ἴδιες ἀμφίβολες στάλες κρεμόντουσαν στὶς φτέρνες μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .